- ανάρροια
- η (Α ἀνάρροια) [αναρρέω]κίνηση υγρού προς τα πίσωαρχ.1. άμπωτη2. ανάκλαση του φωτός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναρροίᾳ — ἀναρροίᾱͅ , ἀνάρροια back flow fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρροίας — ἀναρροίᾱς , ἀνάρροια back flow fem acc pl ἀναρροίᾱς , ἀνάρροια back flow fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάρροιαι — ἀνάρροια back flow fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάρροιαν — ἀνάρροια back flow fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)